εὐσταθές

εὐσταθές
εὐσταθής
well-based
masc/fem voc sg
εὐσταθής
well-based
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • благообычьно — (1*) нар. В соответствии с принятыми обычаями: ѩсти же не неистовное чрѣвоуɤгогодиѥ [так!] имѩще. но всегда бл҃гоѡбычно и кротко. (τὸ εὐσταϑές!) КР 1284, 196г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благостояньныи — БЛАГОСТО˫АНЬНЫИ (2*) пр. Твердый, стойкий: о семь трепетати... по подобью оц҃ь наши(х) ст҃хъ. ибо они... вси на все ч(с)тии послушливи бѣша. свѣтлии истиньнiи. и бл҃госто˫аннии. безлобни кротци. мирни. (εὐσταϑεῖς) ФСт XIV, 229в; в роли с.: есть и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благотихыи — (1*) пр. Благотихоѥ средн. в роли. с. Постоянство, уравновешенность: но мню нрава бл҃готихое. и оутверьженое издрѩдное величье прозваша. (τὸ... εὐσταϑές) ГБ XIV, 170а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”